- οἰωνοσκόπων
- οἰωνόσκοποςaugurmasc gen plοἰωνοσκόποςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰωνοσκοπῶν — οἰωνοσκοπέω take auguries pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek